- ἀποφώζω
- ἀποφώζω,A dry,
λίνου σπέρμα ἀποπεφωσμένον Hp.Mul.1.63
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίνου σπέρμα ἀποπεφωσμένον Hp.Mul.1.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αποφώζω — ἀποφώζω (Α) [φώζω] ξεραίνω … Dictionary of Greek